πάγκληρος

πάγκληρος
πάγκληρος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται ολόκληρος ως κληρονομία.
επίρρ...
παγκλήρως (Α)
κατά πλήρη κλήρο, κατά πλήρη κληρονομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κλῆρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγκλήρως — πάγκληρος inherited adverbial πάγκληρος inherited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκλήρους — πάγκληρος inherited masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • παγκληρία — παγκληρία, ἡ (Α) [πάγκληρος] ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”